Τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει γίνει δυστυχώς κανόνας στη χώρα μας η παραμέληση της στοματικής υγείας, αφ’ ενός σε επίπεδο πρόληψης, πολύ περισσότερο δε σε επίπεδο αποκατάστασης απολεσθέντων δοντιών.

(Ιδιαίτερα στις οπίσθιες περιοχές, όπου δεν τίθεται θέμα αισθητικής).

Η επιλογή αυτή έχει δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στη στοματική, όσο και στη γενικότερη υγεία.

Πρώτα απ’ όλα, η μείωση της μασητικής ικανότητας του ασθενή, οδηγεί σε προβλήματα στομάχου και θρέψης του οργανισμού.

Στην ίδια τη στοματική κοιλότητα, η απουσία αρκετών δοντιών έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των υπολοίπων δοντιών κατά τη μάσηση, με δυσανάλογο φορτίο απ’ το φυσιολογικό, οπότε αν είναι περιοδοντικά, μειώνεται κι άλλο ο χρόνος ζωής τους.

Επιπλέον, η ανισόρροπη κατανομή των πιέσεων μεταξύ των δοντιών των αντίθετων γνάθων, έχει ως συνέπεια την ασύμμετρη επιβάρυνση των δύο κροταφογναθικών διαρθρώσεων, των αρθρώσεων δηλαδή της κάτω γνάθου με το υπόλοιπο κρανίο. Οι αρθρώσεις αυτές, λόγω της ανατομικής τους πολυπλοκότητας, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε κάθε διατάραξη της ισορροπίας τους με τις οδοντικές μασητικές επιφάνειες και τους μασητήρες μυς. Όλα αυτά οδηγούν στη δημιουργία, ή την επιδείνωση ήδη υπάρχοντος, συνδρόμου κροταφογναθικής . Πρόκειται για μια δυσλειτουργία των κροταφογναθικών, με συμπτώματα όπως αδυναμία καλής διάνοιξης του στόματος, πόνο κατά τη διάνοιξή του, αντανακλαστικό πόνο στο αυτί, ανεξήγητους ήπιους, έως ισχυρούς πονοκεφάλους κ.α.

Αλλά και η χρόνια έλλειψη ενός οπίσθιου δοντιού έχει δυσάρεστες συνέπειες. Προκειμένου να «καλυφθεί» το κενό, μετακινούνται βαθμιαία τα γύρω δόντια: Το πίσω δόντι παίρνει μια κλίση προς τα εμπρός, μειώνοντας το μέγεθος του κενού, χωρίς να το εξαλείφει και έχοντας δημιουργήσει γωνία σε σχέση με το μπροστινό δόντι. Το αντίθετο του κενού δόντι υπερεκφύεται και το μασητικό του τμήμα παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο προαναφερθέντων δοντιών. Έτσι, καθίσταται πολύ δύσκολη η μελλοντική κατασκευή προσθετικής εργασίας, πρώτον λόγω της έλλειψης επαρκούς χώρου και δεύτερον λόγω μη παραλληλότητας μεταξύ των στηριγμάτων. Επίσης, η παρεμβολή του αντίθετου δοντιού μεταξύ των δύο γειτονικών, μπορεί να εμποδίσει την οριζόντια κίνηση της κάτω γνάθου, δημιουργώντας σύνδρομο κροταφογναθικής ή, σ΄ ακραίες περιπτώσεις, ακόμη και «κλείδωμα» της γνάθου.

Ακόμη, η πρόσκρουση των τροφών κατά τη μάσηση στο βλεννογόνο του κενού διαστήματος, δημιουργεί χρόνιο τραυματισμό του βλεννογόνου, που πιθανόν μακροπρόθεσμα να συντελέσει στη δημιουργία αντιδραστικών οντοτήτων, όπως π.χ. κοκκιωμάτων. Τέλος, οι δυνάμεις που δέχεται το φατνιακό οστό στο σημείο αυτό από την παραπάνω πρόσκρουση, οδηγούν στην απορρόφησή του, με αποτέλεσμα τη μείωση του ύψους «των ούλων» (κυριολεκτικά της φατνιακής ακρολοφίας), οπότε, αν μελλοντικά χρειαστεί κατασκευή ολικής, ή και μερικής κινητής οδοντοστοιχίας, η συγκράτησή της θα είναι δυσκολότερη.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι απαραίτητο ο καθένας, παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, να βάζει στο πρόγραμμα των στόχων του και την αποκατάσταση που χρειάζεται το στόμα του, πριν γίνει το πρόβλημά του πιο σύνθετο, απαιτώντας πιο χρονοβόρα και δαπανηρότερη αντιμετώπιση.