Ο σύγχρονος άνθρωπος δίνει ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην αισθητική, τόσο του περιβάλλοντος χώρου, όσο και του εαυτού του. Αισθητικές ατέλειες στο σώμα του και ειδικότερα στο πρόσωπό του, που παλαιότερα τον άφηναν αδιάφορο, σήμερα του προκαλούν άγχος και προσπαθεί να τις εξαλείψει. Έτσι, όλο και περισσότεροι ονειρεύονται να έχουν «κάτασπρα» δόντια, σύμφωνα με τα πρότυπα των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Για να αποκτήσει κανείς πιο ανοιχτόχρωμα δόντια, υπάρχουν διάφορες τεχνικές. Όπως η λεύκανση, οι όψεις ρητίνης ή πορσελάνης και οι ολοκεραμικές στεφάνες (οι «κορώνες» δηλαδή που αποτελούνται μόνο από πορσελάνη, χωρίς μέταλλο). Από τις τεχνικές αυτές, η λεύκανση είναι η πιο συντηρητική, γίνεται δηλαδή χωρίς να θυσιαστεί καθόλου οδοντική ουσία και γι’ αυτό την προτιμούμε στις περιπτώσεις που κρίνει ο οδοντίατρος ότι θα είναι αποτελεσματική.

Κατ’ αρχήν, πρέπει να διευκρινιστεί ότι «κάτασπρα» δόντια, στο χρώμα του χιονιού, δεν είναι φυσικά. Ούτε και είναι δυνατό, ακόμη και με την τεχνική της λεύκανσης, να αποκτήσουν όλοι οι άνθρωποι εντελώς λευκά δόντια. Το κατά πόσο θα ανταποκριθεί ένα δόντι στην τεχνική αυτή, εξαρτάται από το αίτιο που προκάλεσε τη δυσχρωμία, από το βαθμό της, από το φυσικό χρώμα του κάθε ανθρώπου, αλλά και από πολλούς άλλους παράγοντες.

Συγκεκριμένα, υπάρχουν από τη φύση πολλές αποχρώσεις του «λευκού», του υποκίτρινου, του κίτρινου και του γκρίζου, που πιθανό να αντιστοιχούν στο χρώμα των δοντιών κάποιου ανθρώπου. Η κληρονομικότητα και η ηλικία του καθενός καθορίζουν την απόχρωση των δοντιών του. Για παράδειγμα, τα μελαχρινά άτομα συνήθως έχουν αποχρώσεις δοντιών προς το γκρίζο, τα άτομα μέσης, ή προχωρημένης ηλικίας, έχουν αποχρώσεις πιο προς το κίτρινο, απ’ ότι είχαν όταν ήταν νεαροί, ενώ ορισμένα άτομα έχουν υποκίτρινα δόντια και από νεαρή ηλικία.

Όσον αφορά τα αίτια της δυσχρωμίας ενός δοντιού, ή του συνόλου της οδοντοφυΐας, αυτά ποικίλουν. Κάποιο μεταλλικό σφράγισμα, ατέλειες στη διάπλαση των οδοντικών ουσιών, ενσωμάτωση χρωστικών κατά τη διάπλασή τους (π.χ. από φάρμακο που είχε πάρει η μητέρα κατά την εμβρυική ζωή του παιδιού, νεογνική ηπατίτιδα, εμβρυική ερυθροβλάστηση κ.α.), παλαιότερος τραυματισμός του δοντιού από ατύχημα, νέκρωση του δοντιού από τερηδόνα ή από ατύχημα, έντονη αποτριβή του δοντιού, τερηδόνα, φάρμακα, εξωγενείς χρωστικές από το κάπνισμα, ή από ορισμένες τροφές και ποτά, και πολλά άλλα. Στην τελευταία περίπτωση, αν οι χρωστικές είναι επιφανειακές, απομακρύνονται με ένα απλό γυάλισμα των δοντιών. Αν όμως έχουν εισχωρήσει σε βάθος στην οδοντική ουσία, τότε απαιτείται η τεχνική της λεύκανσης για την απομάκρυνσή τους.

Δυσχρωμίες που προέκυψαν από ορισμένα από τα παραπάνω αίτια, (όπως π.χ. η πάροδος της ηλικίας, οι ελαφρές δυσχρωμίες από τετρακυκλίνες, από απορρόφηση εξωγενών χρωστικών, από νέκρωση του δοντιού κ.α.), ανταποκρίνονται καλά στις τεχνικές λεύκανσης. Αν προέρχονται από κάποια άλλα αίτια, π.χ. ατέλειες διάπλασης των οδοντικών ουσιών, ή τερηδόνα, η λεύκανση όχι μόνο είναι αναποτελεσματική, αλλά αντενδείκνυται, διότι μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές, ενώ αν προέρχονται από ορισμένα άλλα αίτια, τότε η λεύκανση είναι ακίνδυνη, αλλά αναποτελεσματική. Χρωστικές, ή φυσιολογικές αποχρώσεις του δοντιού προς το κίτρινο, αντιμετωπίζονται με τη λεύκανση ευκολότερα από ότι χρωστικές ή αποχρώσεις καφέ, γκρίζου, ή μαύρου χρώματος. Σε κάποιες περιπτώσεις πάλι, χρώσεις ενός συγκεκριμένου αιτίου, αν είναι ελαφριές ανταποκρίνονται μ΄ επιτυχία στη λεύκανση, ενώ αν είναι έντονες (πολύ σκούρες) ανταποκρίνονται σε μικρό βαθμό, ή καθόλου. Τέλος, αν η απόχρωση του δοντιού, έστω και φυσιολογική, είναι προς το σκούρο κίτρινο ή γκρι, μπορεί να γίνει πιο ανοιχτόχρωμη, δεν θα γίνει όμως εντελώς λευκή, στο βαθμό που πιθανό να επιθυμούσε ο ενδιαφερόμενος.

Ένα εύλογο ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί σχετικά με τη λεύκανση, είναι αν υπάρχουν κάποιες αντενδείξεις, ή κίνδυνος επιπλοκών. Η λεύκανση αντενδείκνυται στα πολύ νεαρά άτομα, ηλικίας μικρότερης των 18-19 χρόνων, γιατί η οδοντική ουσία στις ηλικίες αυτές δεν έχει το απαιτούμενο πάχος, ώστε να προστατεύσει το εσωτερικό του δοντιού από την επίδραση του λευκαντικού παράγοντα. Επίσης, αντενδείκνυται στα τερηδονισμένα και στα αποτετριμμένα δόντια που δεν έχουν αποκατασταθεί οι βλάβες τους, γιατί υπάρχει κίνδυνος φλεγμονής των δοντιών αυτών.

Σε δόντια με απογυμνωμένες ρίζες, η λεύκανση μπορεί να γίνει μόνο αφού ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα κατά τη διάρκειά της, για την κάλυψη των ριζών αυτών. Διαφορετικά, τα δόντια θα εμφανίσουν υπέρμετρη ευαισθησία στο κρύο και στο ζεστό. Ιδιαίτερη μέριμνα επίσης χρειάζεται για την προστασία των ούλων, των χειλέων και των παρειών από το λευκαντικό παράγοντα. Επίσης, αν η διαδικασία αυτή γίνει με υπερβάλλοντα ζήλο, προσδοκώντας αποτελέσματα πέρα απ’ τα λογικά πλαίσια για το συγκεκριμένο περιστατικό, υπάρχει ο κίνδυνος της υπερλεύκανσης, κατά την οποία αρχίζει πλέον ν΄ αποσυντίθεται η οδοντική ουσία.
Αν ληφθεί πρόνοια σε σχέση με τους παραπάνω περιορισμούς, τότε η λεύκανση είναι ακίνδυνη και όποιες μικροενοχλήσεις τυχόν ακολουθήσουν, θα είναι παροδικές.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι με την τεχνική αυτή ανοίγει το χρώμα μόνο των φυσικών οδοντικών ουσιών. Όσες οδοντικές αποκαταστάσεις προϋπάρχουν στο στόμα, διατηρούν το αρχικό τους χρώμα, με αποτέλεσμα να φαίνονται μετά πιο σκούρες απ’ τα υπόλοιπα δόντια και να χρειάζονται αντικατάσταση.

Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η τεχνική της λεύκανσης πρέπει να γίνεται μόνο με την παρακολούθηση και την ευθύνη του οδοντιάτρου. Μόνο εκείνος μπορεί να προβλέψει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα ή όχι της τεχνικής για τον συγκεκριμένο «ασθενή» και να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των στοματικών ιστών.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες μεθόδων για την τεχνική αυτή. Η λεύκανση στο ιατρείο, ή στο σπίτι. Στο ιατρείο γίνεται εξ’ ολοκλήρου από τον οδοντίατρο, ο οποίος εφαρμόζει στα δόντια το λευκαντικό παράγοντα (σε μορφή ζελέ), αφού λάβει πρόνοια για ό,τι περιγράφηκε, σε 2 με 3 ραντεβού συνήθως, που το ένα πρέπει να απέχει από το άλλο 5-7 ημέρες. Αν το πρόβλημα εντοπίζεται σε ένα δόντι, που είναι απονευρωμένο, ο οδοντίατρος το ανοίγει τροχίζοντάς το από την πίσω πλευρά, τοποθετεί εσωτερικά το λευκαντικό παράγοντα και όταν λήξει η διαδικασία το δόντι σφραγίζεται.

Για τη λεύκανση στο σπίτι, ο οδοντίατρος αποτυπώνει όλα τα δόντια του ασθενή και κατασκευάζεται στο οδοντοτεχνικό εργαστήριο ένας ειδικός ελαστικός νάρθηκας, που ταιριάζει μόνο στο συγκεκριμένο στόμα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία των ούλων και των χειλέων. Μετά, ο οδοντίατρος δίνει στον ασθενή έναν πιο ήπιο λευκαντικό παράγοντα, επίσης με τη μορφή ζελέ. Εκείνος, για διάστημα περίπου 3-6 εβδομάδων, για 4-7 ώρες το 24ωρο, τοποθετεί στο στόμα του το νάρθηκα με το λευκαντικό παράγοντα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι κάθε 5-7 μέρες να επισκέπτεται τον οδοντίατρο, ο οποίος θα ελέγχει το αποτέλεσμα και θα αξιολογεί αν πρέπει ή όχι να συνεχιστεί η αγωγή, χωρίς τον κίνδυνο της υπερλεύκανσης.

Το τελικό αποτέλεσμα θα φανεί δύο εβδομάδες μετά το τέλος της διαδικασίας και θα διαρκέσει περίπου 1-3 χρόνια, ανάλογα με τη βαρύτητα των αρχικών δυσχρωμιών και τις συνήθειες του ατόμου (κάπνισμα, καφέδες κλπ.). Γι’ αυτό χρειάζεται κατά περίπτωση, είτε επανάληψη της διαδικασίας κάθε 2-3 χρόνια, είτε τακτικότερη συντήρηση του αποτελέσματος, πάντα με την επίβλεψη του οδοντιάτρου.